- ζητητήριον
- ζητ-ητήριον, τό,A = βασανιστήριον, Anon. ap. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζητητήριον — ζητητήριον, τὸ (Α) [ζητητήρ] βασανιστήριο για την απόσπαση ομολογίας … Dictionary of Greek
ζητητηρίων — ζητητήριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)